Το περίφημο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας, που ακούει στο όνομα «Αθηνά», επιχειρείται να παρουσιαστεί από την τρικομματική κυβέρνηση του Σαμαρά σαν πανάκεια για την λύση όλων των προβλημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αν και η στοχοθεσία του σχεδίου αυτού "περιορίζεται", σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού, Κ. Αρβανιτόπουλου, στον περιορισμό των τμημάτων που εμφανίζουν μειωμένη ζήτηση ή περιορισμό των αποφοίτων τους, το «Αθηνά» εντάσσεται στη συνολικότερη πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, της κατάργησης του κοινωνικού κράτους, των ξέφρενων ιδιωτικοποιήσεων, της εγχάραξης συγκεκριμένων ιδεολογικών χαρακτηριστικών στη νεολαία για την ενσωμάτωση της μεταρρυθμιστικής πολιτικής και της διάλυσης οποιασδήποτε μορφής συλλογικής έκφρασης η διεκδίκησης.
Η τομή της συγκεκριμένης αναδιάρθρωσης είναι πολυεπίπεδη και αρκετά βαθειά.
Με μία πρώτη ανάγνωση του σχεδίου, ακόμα και από τις δηλώσεις του υπουργού, αντιλαμβάνεται κανείς ότι από το επόμενο κιόλας μηχανογραφικό θα απουσιάζουν περίπου 150 τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ, γεγονός που ισοδυναμεί με μείωση 15.000 εισακτέων. Η μείωση αυτή επιδιώκει τον περαιτέρω περιορισμό της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (σε συνέχεια παλαιότερων προσπαθειών που αφορούσαν κυρίως την αναδιάρθρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και του τρόπου εισαγωγής, π.χ. βάση του 10). Στην ουσία, το σχέδιο "Αθηνά", δεν έρχεται να επιλύσει τον ανορθόδοξο και προβληματικό τρόπο με τον οποίο είχε "δομηθεί" η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, όπως ευαγγελίζεται η τρικομματική κυβέρνηση. Επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ άλλωστε, αυτή ακριβώς η "μαζικοποίηση¨ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αποτέλεσε κάτι άλλο, παρά εργαλείο εξυπηρέτησης κομματικών και πελατειακών σχέσεων, είτε μέσω της δημιουργίας ψευδαισθήσεων κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης, είτε μέσα από λογικές που πρόκριναν την άναρχη δημιουργία σχολών στην περιφέρεια, ώστε να λειτουργήσουν ως οικονομικό αντίβαρο της συνειδητά κατεστραμμένης παραγωγικής διαδικασίας (βιομηχανία, αγροτικός τομέας) σε αυτές τις περιοχές. Με λίγα λόγια, η επιλογή δημιουργίας σχολών χωρίς κανέναν επαγγελματικό αντίκρισμα, χωρίς καμία σύνδεση με τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και παραγωγής (την οποία είχαν φροντίσει να διαλύσουν) και χωρίς καμία υποστηρικτική, για τους φοιτητές, δομή (σίτιση, εστίες κτλ.) έτσι ώστε να αναγκάζονται να πληρώνουν και να λειτουργούν ως υποκατάστατο εισοδήματος (το δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος αποτελεί άλλωστε έναν κύριο λόγο, που πολλές σχολές της περιφέρειας δεν έχουν πλέον ζήτηση, παράλληλα με την απαξίωση της επαγγελματικής προοπτικής, όσο και αν αυτό αποκρύπτεται εντέχνως), αποτέλεσε συνειδητή επιλογή των κυβερνήσεων του προηγούμενου χρονικού διαστήματος. Με το σχέδιο "Αθηνά", κανένα από τα προβλήματα που αφορούσαν την πλατιά μάζα των φοιτητών αλλά και ευρύτερα του λαού, δεν επιλύεται. Αντίθετα αυτό που γίνεται είναι να αναιρείται σε συντριπτικό βαθμό η δυνατότητα πλατύτερων κοινωνικών στρωμάτων να έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι όροι φοίτησης για όσους απομένουν σε αυτή να γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικοί, και τελικά, συνολικά για τους νέους, να αφήνει ως μοναδική προοπτική την ανεργία ή τον εργασιακό μεσαίωνα. Από την άλλη, και μετά την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση για την εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων και την οριστική θεσμοθέτησή τους (με την αντι-συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16 και την εισαγωγή τους σε βαθμίδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων), πριμοδοτείται η ιδιωτική εκπαίδευση, τα κολλέγια και τα ΚΕΚ. Όσοι δεν επιτύχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις και έχουν την οικονομική δυνατότητα, θα καταφύγουν σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια αμφιβόλου ποιότητας. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο και περιορίζεται η δημόσια εκπαίδευση και δίνεται ένα τεράστιο δώρο – φιλί ζωής- στην ιδιωτική πρωτοβουλία, γεγονός που υποβαθμίζει περαιτέρω τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ταυτόχρονα, οι καταργήσεις και οι συγχωνεύσεις τμημάτων κινούνται και στην κατεύθυνση περιορισμού των κρατικών δαπανών για την τριτοβάθμια. Η πολιτική λιτότητας που ακολουθείται σε ολόκληρη την κοινωνία και επεκτείνεται και στους προϋπολογισμούς των ιδρυμάτων τα τελευταία χρόνια, έρχεται να επικυρωθεί με το σχέδιο «Αθηνά». Στόχος της κυβέρνησης με την εφαρμογή του σχεδίου είναι η μείωση των δαπανών για την παιδεία στο 2,15% του ΑΕΠ μέχρι το 2016. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο δεν εξοικονομούνται πόροι για τα ιδρύματα που απομένουν μετά την κοπτοραπτική του «Αθηνά», αλλά αντίθετα μειώνονται και οι ήδη υπάρχοντες. Επιπρόσθετα, μέλη ΔΕΠ και εργαζόμενοι στα τμήματα που θα καταργηθούν πετιούνται στην ανεργία, παρά τα όποια διαπιστευτήρια του Αρβανιτόπουλου ότι θα αφομοιωθούν από τα εναπομείναντα τμήματα (αρκεί να θυμηθεί κανείς τα μέτρα του μνημονίου 3 για συρρίκνωση του αριθμού των εργαζομένων στους δημόσιους φορείς από τις εφορίες μέχρι τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια, καθώς και διατάξεις των προηγούμενων μνημονίων για μείωση των προσλήψεων προσωπικού στα ΑΕΙ). Εν τέλει, τα πανεπιστήμια για να καταφέρουν να λειτουργήσουν και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες θα πρέπει να καταφύγουν στην ιδιωτική χρηματοδότηση, να γίνουν έρμαια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και να καναλιζάρουν την έρευνα σύμφωνα με τα κριτήρια και τις ανάγκες των εταιριών που θα έρθουν να «τονώσουν» τους προϋπολογισμούς των ιδρυμάτων ή να οδηγηθούν στην υπολειτουργία και με μαθηματική ακρίβεια στο κλείσιμο. Είναι μάλλον παράδοξο, το πώς το σχέδιο που θεωρητικά έρχεται να διασώσει την τριτοβάθμια, είναι αυτό που στην τελική έρχεται να βάλει ταφόπλακα στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο. Ακόμα και τα τμήματα που φαίνεται να εξαιρούνται από το «Αθηνά» σε πρώτη φάση, θα βρίσκονται συνεχώς υπό τον φόβο ενός δεύτερου Αθηνά, που στη βάση των κατευθυνόμενων κριτηρίων της ΑΔΙΠ και των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης θα έρθει να φέρει περεταίρω συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Παράλληλα, το σχέδιο «Αθηνά» εκτός από το οικονομικό σκέλος, περί "εξορθολογισμού" (περικοπής) των δαπανών, έρχεται να εξυπηρετήσει μια πάγια πολιτική στόχευση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, την προσαρμογή του πανεπιστημίου και των αποφοίτων στις ανάγκες της αγοράς. Με τη διάλυση και τη σαλαμοποίηση γνωστικών αντικειμένων αποδυναμώνονται πτυχία και απόφοιτοι, ενώ παράλληλα εντείνεται και νομιμοποιείται η ευθεία επέμβαση στο πανεπιστήμιο, στα προγράμματα σπουδών και στα πτυχία, ακόμα και για τις σχολές που έμειναν στο απυρόβλητο. Η μέχρι τώρα ενιαιότητα των προγραμμάτων σπουδών και των επαγγελματικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονταν στα πτυχία επέτρεπαν τη συλλογική συγκρότηση των αποφοίτων, τόσο σε επίπεδο επαγγελματικής κατοχύρωσης, όσο και σε επίπεδο ιδεολογικών χαρακτηριστικών. Επέτρεπαν, δηλαδή, τη δημιουργία και την ανάπτυξη συγκεκριμένων αντιστάσεων και συλλογικών διεκδικήσεων, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που διαμορφώνεται στους χώρους εργασίας. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα κατάσταση στην αγορά εργασίας, με τα άνευ προηγουμένου υψηλά ποσοστά ανεργίας (προβλέψεις για 30% τα 2013 και 50% για τους νέους) και την εργαλειακή χρήση της από μεριάς κράτους, τα σύμφωνα πρώτης απασχόλησης – υποδούλωσης των νέων εργαζομένων - και τα μνημόνια ουσιαστικά επικυρώνουν την χωρίς δικαιώματα ελαστική εργασία, ενισχύουν την ατομική διαπραγμάτευση και τον εργοδοτικό δεσποτισμό και τελικά αναιρούν το δικαίωμα όχι μόνο στην εργασία, αλλά πολύ περισσότερο στην αξιοπρεπή ζωή.
Τέλος, οι διοικητικές αρμοδιότητες και «εξουσίες» συγκεντρώνονται σε λίγα πρόσωπα (χαρακτηριστικό παράδειγμα το ομοσπονδιακό πανεπιστήμιο «Αδαμάντιος Κοραής» που συμπεριλαμβάνει 4 πανεπιστημιακά ιδρύματα Πα.Πει. - Γ.Π.Α. – Χαροκόπειο – Πάντειος – ΑΣΟΕΕ, αν και δεν κλείνει τμήματα ή σχολές, συγκροτεί την διοίκηση σε πιο απόμακρες από την ακαδημαϊκή κοινότητα δομές), γεγονός που καθιστά την οποιαδήποτε παρέμβαση ή διεκδίκηση σχεδόν αδύνατη και διευκολύνει την επιβολή των κυβερνητικών στοχεύσεων, σε συνδυασμό με τους νόμους 4009/4076. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζονται οι όποιες συλλογικές εκφράσεις εντός ιδρυμάτων και διαλύονται οι όποιες πρωτοβουλίες συντονισμού είχαν συγκροτηθεί στα ιδρύματα απέναντι στα αντιδημοκρατικά Συμβούλια Διοίκησης, καθώς η απομάκρυνση και η τοποθέτηση των κέντρων λήψης αποφάσεων σε ένα υψηλότερο επίπεδο έχει σκοπό την σταδιακή απομαζικοποίηση μέχρι την εκμηδένηση της οποιασδήποτε παρέμβασης φοιτητικών συλλόγων ή συλλόγων εργαζομένων στις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων. Ταυτόχρονα παίρνει σάρκα και οστά το σχέδιο πλήρους διάλυσης του φοιτητικού συνδικαλισμού, σε αντίθεση με τις προσπάθειες ενσωμάτωσης του ένα προηγούμενο χρονικό διάστημα, με την απομάκρυνση των φοιτητών από τα όργανα λήψης αποφάσεων και τις εκλογές των εκπροσώπων από ενιαία ψηφοδέλτια, λογικές που αποκόπτουν τον όποιο πλούτο και την όποια διαφορετική – συλλογική - συγκροτημένη έκφραση. Επιπρόσθετα, με την συγκέντρωση διαφορετικών ιδρυμάτων σε ένα νέο υπερ-ίδρυμα ανοίγει ξανά το ζήτημα της εισαγωγής πρώτα σε ίδρυμα και μετά σε σχολή μέσω προπαρασκευαστικού έτους. Ακόμα και ιδρύματα που φαίνεται ότι «γλύτωσαν» τελείως από την «Αθηνά» (π.χ. Ε.Μ.Π., Πολυτεχνείο Κρήτης, κ.α.), αναγκάστηκαν να προβούν σε διοικητικές αλλαγές και σε συγκρότηση σχολών για να ταυτίζονται στα πρότυπα του σχεδίου, με σκοπό την αποφυγή μίας άμεσης πιο επιθετικής και βαθιάς τομής. Βέβαια, αυτή η αλλαγή – υποταγή στα νέα πρότυπα- ανοίγει μία σειρά από προβληματικές. Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών, από την απονομή πτυχίου μέχρι και τις εξελίξεις των μελών ΔΕΠ, σε ένα μονοπρόσωπο όργανο, τον Κοσμήτορα, θα αυξήσει φαινόμενα ατομικής διαπραγμάτευσης – πελατειακών σχέσεων που θα αποστρέψουν τον κόσμο από συλλογικές μορφές πάλης. Τέλος, η ύπαρξη Σχολών που αποδίδουν μεταπτυχιακά διπλώματα, ανοίγει το δρόμο και στο σπάσιμο των ενιαίων πτυχίων, αλλά και στην επιβολή διδάκτρων.
Εν κατακλείδι, το σχέδιο «Αθηνά» αποτελεί μόνο μία πρώτη γεύση από την στοχοθεσία της εσωτερικής τρόικας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τους αυριανούς αποφοίτους. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει συνέχεια, μόλις η πρώτη φάση του σχεδίου εμπεδωθεί πλήρως και θα έρθει να επαναπροσδιορίσει συνολικά το χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, φέρνοντας περισσότερα κλεισίματα και πιο άμεσες επεμβάσεις στα γνωστικά αντικείμενα και στα προγράμματα σπουδών. Γι’ αυτό η πάλη ενάντια στο σχέδιο «Αθηνά» δεν πρέπει να περιοριστεί και να τελειώσει στη βάση της αντίδρασης μόνο όσων πλήττονται άμεσα από μία συγχώνευση ή ένα κλείσιμο, αλλά να γίνει ζήτημα του κάθε φοιτητή. Η νεολαία πρέπει στο σύνολό της να απορρίψει το σχέδιο «Αθηνά», ένα σχέδιο που έρχεται να συμπληρώσει και να διευκολύνει μέσω δομικών αλλαγών τις μέχρι τώρα προωθούμενες μεταρρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο, πως κανένα σχέδιο, ακόμα και αν στηθεί στη βάση ακαδημαϊκών κριτηρίων, δεν θα δώσει τη λύση στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και της νεολαίας, όταν η κατεύθυνση που μπαίνει είναι στο ίδιο μήκος κύματος με την ασκούμενη μνημονιακή πολιτική.
Απέναντι σε αυτή την επίθεση, οι φοιτητές σε όλα τα ιδρύματα, ΑΕΙ και ΤΕΙ, θα πρέπει να απαντήσουμε μαζί με ένα ξεκάθαρο, ενιαίο και δυναμικό τρόπο. Η επίθεση αυτή είναι κοινή και κοινά θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.Απέναντι στο σφαγείο της ατομικής διαπραγμάτευσης να παλέψουμε όλοι μαζί ενιαία για να υπερασπιστούμε το συμφέρον των πολλών. Γιατί όλοι μαζί μπορούμε να μη φοβηθούμε να νικήσουμε.Κανένα τμήμα ή ίδρυμα που καταργείται ή συγχωνεύεται να μη μείνει μόνο του, να μη σταματήσει μόνο στο δικό του πρόβλημα. Μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις των Συλλόγων και τη συλλογική δράση, τις καταλήψεις και τις κινητοποιήσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση παλεύει το δίκτυο των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων, των ΕΑΑΚ, και ζητάει την ενίσχυση και συμμετοχή ώστε όχιμόνο να απαιτήσουμε την ανατροπή των αντιδραστικών, αντι-εκπαιδευτικών αυτών μεταρρυθμίσεων, αλλά να υπερασπιστούμε τις ανάγκες και τα συμφέροντά μας, να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο μέλλον και να νικήσουμε!
Αριστερή Συσπείρωση – τομέας νεολαίας
14/2/2013