27-28.10.2012      ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Η κοινωνική και πολιτική συγκυρία που διανύουμε σε συνέχεια της επίθεσης των τελευταίων 3 ετών χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία:
1. Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιούνη και τη συγκρότηση της συγκυβέρνησης ο συνασπισμός εξουσίας εμβαθύνει τη συνολική επίθεση απέναντι στα λαϊκά και στα μικροαστικά στρώματα, επιχειρώντας να τροποποιήσει δραστικά το συσχετισμό δύναμης, με την περαιτέρω μείωση του εργατικού κόστους, με την εντεινόμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και με την περαιτέρω αποδιάρθρωση πολιτικών και συνδικαλιστικών πρακτικών (υπό την πίεση της ανεργίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της συμπίεσης αξίας της εργασίας). Κυρίαρχη στρατηγική των δυνάμεων του κεφαλαίου αποτελεί ο συνολικός μετασχηματισμός του καθεστώτος συσσώρευσης στην Ελλάδα με την αναίρεση όλων των συμβιβασμών της περιόδου της σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού.
2. Από την ευθύνη των ηγεσιών της κοινοβουλευτικής αριστεράς, την υποτίμηση της οργάνωσης του πολιτικού και κοινωνικού αγώνα με στόχο την συγκρότηση κοινωνικού μετώπου αντίστασης στην πολιτικής της τρόικα και της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι σαφές ότι τα προσχήματα και οι ενστάσεις που διατυπώνονται σε αυτή την κατεύθυνση, απορρέουν από την εκτίμηση ότι είναι εφικτή η διατήρηση κάποιων ταξικών συμβιβασμών ή ακόμα και η σύναψη νέων , και από το έλλειμμα πολιτικής βούλησης για συνολική ρήξη με το συνασπισμό εξουσίας και το κεφάλαιο.
Την ίδια στιγμή, η επαναστατική αριστερά δεν έχει κατακτήσει την απαραίτητη δυναμική για να επιβάλει ένα σχέδιο αντικαπιταλιστικής διεξόδου στη κρίση, παρά το γεγονός ότι έχει καταφέρει σε σημαντικό βαθμό να επηρεάσει και να μετατοπίσει το πεδίο συζήτησης και πολιτικής πάλης (έξοδος από το ευρώ και την ε.ε, διαγραφή χρέους, κρατικοποιήσεις, αποκατάσταση μισθών).
Ο κατακερματισμός των δυνάμεων της Αριστεράς σε (τουλάχιστον) τρία πολιτικά σχέδια, χωρίς την καθαρή ηγεμονία κάποιου πάνω στα άλλα, αποτυπώνεται και στην παρέμβαση μέσα στο εργατικό και Λαικό κίνημα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην αναπτύσσονται ταξικοί και λαικοί αγώνες αντίστοιχοι με το μέγεθος της καπιταλιστικής επίθεσης, αλλά και να διαθέτουν έλλειμμα γενικής πολιτικής ρήξης, αμφισβήτησης της ηγεμονίας της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησής της,


Η ολοκληρωτική διάρρηξη, από την πλευρά του κεφαλαίου, όλων των όρων του «κοινωνικού συμβολαίου» του παρελθόντος που είχαν επιβληθεί κάτω από το βάρος διαρκούς ταξικού αγώνα, δεν αποτελεί βραχυπρόθεσμη, αλλά στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται με τη μορφή του εξαναγκασμού της κυβέρνησης από τα ξένα οικονομικά κέντρα και παρότι ενέχει το ενδεχόμενο άγριων κοινωνικών συγκρούσεων. Ο ενιαίος, μέχρι στιγμής, τρόπος με τον οποίο όλες οι μορφές κεφαλαίου στοιχίζονται πίσω από αυτή την επιλογή, οδηγεί στην υπέρβαση και επίλυση μιας σειράς ενδοαστικών πολιτικών αντιφάσεων, όπως η δημιουργία της συγκυβέρνησης μέσα από το ξεπέρασμα των αντιθέσεων των αστικών πολιτικών κομμάτων, ο συντονισμός των ιδεολογικών μηχανισμών, η άσκηση πίεσης στη αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση για περιορισμό της αντί-ΕΕ κατεύθυνσης και του όποιου ριζοσπαστισμού αυτή αντανακλά στο εσωτερικό της. Επιπλέον η εμβάθυνση αυτής της στρατηγικής έχει επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. H εξέλιξη της διεθνούς οικονομικής κατάστασης παράλληλα με την οικονομική πολιτική που έχει εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, έχει σαν αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση του Α.Ε.Π. ύψους 7%, την αύξηση της ανεργίας στο 30% και τη μείωση των φορολογικών εσόδων, κατάσταση η οποία καθιστά την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, ακόμα και μετά το PSI, αδύνατη. Όλα οδηγούν στην πρόκληση χρεοκοπίας εντός ή και εκτός € μέσω της απαίτησης εκ νέου περικοπής του ελληνικού χρέους που πλέον βρίσκεται στα «χέρια» ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (τρόικα, ΕΚΤ).
Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί και τα ιμπεριαλιστικά κράτη, όπως και η ελληνική αστική τάξη έχουν επίγνωση αυτού του γεγονότος. Συνεπώς η ενίσχυση της κατεύθυνσης που επιβάλλουν χαρακτηρίζεται από μια σειρά μεσοπρόθεσμων επιδιώξεων. Βασικότερη πτυχή αυτής της κατεύθυνσης είναι η συντριβή των εργασιακών και οικονομικών συνθηκών όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στις περιόδους της ηγεμονίας της σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού στη λογική της διαμόρφωσης ενός νέου «από το μηδέν» πεδίου συσσώρευσης που θα οδηγήσει σε αύξηση της κερδοφορίας σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους, στη φάση μετά από μια ενδεχόμενη χρεοκοπία ή νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους. Πτυχές αυτής της κατεύθυνσης είναι αφενός η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποπληρωμή του ελληνικού χρέους και η «ιδεολογική» αξιοποίηση της ελληνικής περίπτωσης ως υπόδειγμα για την εμβάθυνση της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού και σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού με αντίστοιχα προβλήματα.
Στο πολιτικό επίπεδο αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι η μεγάλη φθορά που υφίστανται οι πολιτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί της αστικής τάξης, οι οποίοι διέρχονται ταυτόχρονα και μια κρίση νομιμοποίησης. Όμως όσο επιδεινώνεται ο ταξικός συσχετισμός δύναμης και βαθαίνει η επίθεση στα λαϊκά στρώματα, τόσο εμφανίζονται εφεδρείες του αστικού πολιτικού συστήματος που δίνουν διέξοδο και λύσεις στο συνασπισμό εξουσίας, μέσα από την περαιτέρω αυταρχικοποίηση του κράτους και την ομογενοποίηση του «επίσημου» πολιτικού λόγου σε αντιδραστική κατεύθυνση. Πρώτος στόχος αυτής της κίνησης είναι η προσπάθεια οριοθέτησης της κοινωνικής απεύθυνσης της Αριστεράς και αδρανοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων που διαπερνούνται από συντηρητικά ιδεολογικά αντανακλαστικά. Η περίπτωση της ΧΑ εντάσσεται σε αυτές τις εφεδρείες και η αύξηση της δυναμικής της αποτυπώνει καθαρά την τροποποίηση του ιδεολογικού συσχετισμού και την όλο και μεγαλύτερη αυταρχική στροφή του κεντρικού πολιτικού σκηνικού.
      ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Παρά το γεγονός της εκλογικής επιτυχίας της αριστεράς (που άθροισε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφους), φαίνεται μια καταρχήν υποχώρηση των λαϊκών αγώνων σε σχέση τουλάχιστον με κινητοποιήσεις του προηγούμενου χρονικού διαστήματος (12/02/2012 κ.α.), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξάρσεις, όπως οι κινητοποιήσεις του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου που αποτύπωσαν ένα ρεύμα αμφισβήτησης παρότι διεξήχθησαν σε ένα κλίμα γενικευμένης τρομοκρατίας και καταστολής.
Η αναντιστοιχία των λαϊκών αγώνων σε σχέση με την επίθεση του κεφαλαίου έχει προκληθεί από μια σειρά λόγους που σχετίζονται τόσο με την καθεστωτική στάση της αριστεράς και τις αδυναμίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όσο και με την ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης και την υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας. Ως κυρίαρχες αιτίες αναγνωρίζονται η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε όλα τα επίπεδα σε μια πιο συντηρητική κατεύθυνση, η ιδεολογική κατίσχυση της ήττας στα λαϊκά στρώματα, από την εντεινόμενη συμπίεση τους, η μετατόπιση της διεκδίκησης στο πεδίο των εκλογών με την ενίσχυση της άποψης της εκλογικής διεξόδου που πρόκριναν κυρίως οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η ένταξή του ΣΥΡΙΖΑ στο «ρεαλιστικό» σχέδιο εκλογικής κυβερνητικής αλλαγής, πολύ γρήγορα τροποποίησε τη διακηρυκτική θέση για «καμία θυσία για το ευρώ», υποχωρώντας σε ανοιχτά φιλο-ΕΕ και φιλό-Ευρώ θέσεις και στρατηγικές, κάνοντας «υπεύθυνη» πολιτική και προβάλλοντας ως ακίνδυνη για την πολιτική «ομαλότητα» εναλλακτική κυβερνητική επιλογή.
Αξίζει να σημειωθεί πώς η λογική του «ανώδυνου τοκετού» την οποία υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, η άνοδος και παραμονή του στην κυβέρνηση ως μια φυσική διαδικασία φθοράς του υφιστάμενου κυβερνητικού συνασπισμού είναι εντελώς αδιέξοδη. Πιθανότατα η υιοθέτηση της τακτικής της «υπεύθυνης» δύναμης θα τον οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε συμπίεση των δικών του δυνάμεων για δύο λόγους: α) η άνοδος του αποτύπωσε σε μεγάλο βαθμό την αντιπαράθεση και τους κοινωνικούς αγώνες της προηγούμενης διετίας και η υπαναχώρηση από μια τέτοια πρακτική θα τον εγκλωβίσει σε ακόμα μεγαλύτερες δεξιές μετατοπίσεις που εν τέλει θα τον αποδυναμώσουν, β) ακόμα και αν καταφέρει να επικρατήσει εκλογικά και σχηματίσει κυβέρνηση στη βάση ενός πιο ήπιου σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, η προσπάθεια αυτή στερείται του «πραγματικού ταξικού εδάφους». Διότι δεν υπάρχει σήμερα κανένα ορατό πεδίο συμβιβασμού έστω κάποιων τμημάτων της αστικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, στην προοπτική υιοθέτησης μιας αντί-ευρώ στρατηγικής από μερίδες του κεφαλαίου. Ένα νέο πεδίο ταξικής συμμαχίας δεν μπορεί να συγκροτηθεί για τους παρακάτω κύριους λόγους: δεν αναγνωρίζεται αυτή τη στιγμή μία τέτοια στρατηγική της αστικής τάξης ή τμημάτων της, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η αλληλεξάρτηση δεν επιτρέπει τέτοιου είδους στρατηγικές συμμαχίες σε επίπεδο εθνικών αστικών στρατηγικών εντός ΕΕ, το ελληνικό κεφάλαιο με τη θέση που κατέχει στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δε μπορεί να υλοποιήσει μία αυτόνομη στρατηγική. Η στράτευση πίσω από αυτή την πολιτική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ επιτείνει τις αυταπάτες και τη σύγχυση στις λαϊκές μάζες.
Μέσα στο φάσμα των καθεστωτικών λογικών σαφώς βρίσκεται και το ΚΚΕ, που στα πλαίσια της απομονωτικής του λογικής κυρίως στο εργατικό κίνημα, δείχνει ανίκανο να εκφράσει ακόμα και ένα ιστορικό μπλοκ, προχωρώντας με μια εσωστρεφή πολιτική λογική «μικρότερων φθορών» και περιφρούρησης των εσωτερικών κεκτημένων.
Σε ότι έχει να κάνει με το μέτωπο του ΑΝΤΑΡΣΥΑ διακρίνονται οι εξής παράμετροι:
• Το προηγούμενο χρονικό διάστημα λόγω της εκλογικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, η προώθηση της άποψης ότι είναι εφικτή μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση στα πλαίσια της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε., δημιούργησε εκλογικές και πολιτικές πιέσεις στο εσωτερικό του ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
• Τα αρνητικά αποτελέσματα του ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως και του ΚΚΕ) αποτύπωσαν μια αποδυνάμωση των αντισυστημικών δυνάμεων ρήξης με την ΕΕ και την ευρωζώνη. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει την εμπέδωση σε τμήματα της εργατικής τάξης όσο και σε μικροαστικά στρώματα της ευρώ-στρατηγικής, γεγονός που έχει τις ρίζες του και σε υλικούς όρους ένταξης των στρωμάτων αυτών στο κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό εργασίας.
• Όλη η προηγούμενη περίοδος ανέδειξε την αδυναμία του ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προβάλλει την πολιτική του γραμμή όσο και το διακριτό πολιτικό του σχέδιο για την αριστερά και την έξοδο από τη κρίση, αδυνατώντας μεταξύ άλλων και να τεκμηριώσει επαρκώς το εναλλακτικό σχέδιο το 5 σημείων για την προστασία του λαϊκού εισοδήματος και τις νέες μορφές εργατικής και λαϊκής εξουσίας.
• Εν τέλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «πλήρωσε» με πολιτικό κόστος το γεγονός ότι απέφυγε, να διευρυνθεί πολιτικά, τόσο σε επίπεδο συμμετοχής ή εκλογικής συνεργασίας και άλλων δυνάμεων της αριστεράς που μοιράζονται κοινά προγραμματικά στοιχεία ρήξης με την ΕΕ και το €, αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός ότι δε κατάφερε να οικοδομήσει πολιτικές σχέσεις και συμμαχίες στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, τοπικών πρωτοβουλιών ή άλλων μετωπικών μορφωμάτων με δυνάμεις που αντιτίθενται στη δεξιόστροφη πολιτική λογική του ΣΥΡΙΖΑ και τον απομονωτισμό του ΚΚΕ.
• Είναι εντελώς λανθασμένη η αντίληψη μερίδας συντρόφων του ΑΝΤΑΡΣΥΑ πως για τις παραπάνω αδυναμίες ευθύνεται «η έλλειψη του βαθέματος του επαναστατικού προγράμματος» και η «έλλειψη του κουμουνιστικού ανανεωτικού ρεύματος». Για εμάς είναι σαφές πως πολιτικά σχέδια που επεξεργάζονται και αφορούν στη συγκρότηση ενός νέου κουμμουνιστικού φορέα, αποτελούν «θεωρητικές ασκήσεις», εφόσον δεν έχουν αναδείξει μέχρι σήμερα καμία πραγματική πολιτική και κοινωνική σύνδεση με την εργατική τάξη.
• Κύρια αιτία για την υποχώρηση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι η αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να εκφράσει τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών και να οικοδομήσει σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με τα πληττόμενα στρώματα μέσα από την ανάπτυξη και υλοποίηση μία μαζικής πολιτικής γραμμής και πρακτικής σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο οξύνοντας αντιφάσεις στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
• Η ύπαρξη και η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ως αυτοτελές-πολιτικά και οργανωτικά- αντικαπιταλιστικό ρεύμα) είναι αναγκαία ειδικά στη συγκεκριμένη φάση του καπιταλισμού. Το μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα αξιόλογο εγχείρημα που διαμορφώνει συσχετισμούς και αποτελεί μια σημαντική πολιτική παρακαταθήκη και όχημα για τη στρατηγική σύγκλιση του κατακερματισμένου χώρου της αριστεράς.
Αποτιμητικά όμως και παρά τις αδυναμίες η συγκρότηση, παρουσία και παρέμβαση του ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει θετικό πρόσημο. Το ζητούμενο είναι πώς θα ενισχυθούν οι κατευθύνσεις αυτές που έχουν δώσει στο ΑΝΤΑΡΣΥΑ τη δυνατότητα να αποτελέσει ένα αυτοτελές επαναστατικό ρεύμα. Το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί η πρόταση για την πολιτική συμμαχιών στη βάση (μετωπικές συνεργασίες για τα μέτρα σε γειτονίες κτλ, αριστερό κοινωνικό μέτωπο, αντιφασιστικό μέτωπο) σε μια κατεύθυνση αποστοίχησης μαζών από τα άλλα δύο σχέδια της αριστεράς. Παράλληλα θα πρέπει να τεθεί εκ νέου η πρόταση διεύρυνσής της με ταυτόχρονη ενίσχυση της πολιτικής της λειτουργίας ως μετώπου και αγωνιστών.
Στα πλαίσια αυτά το ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να προχωρήσει στην ενίσχυση των πολιτικών του σχέσεων με άλλα τμήματα της αριστεράς με τα οποία υπάρχει προγραμματική σύγκλιση και καταρχήν αποδοχή του μεταβατικού προγράμματος σε μία αντι ΟΝΕ και αντι ΕΕ κατεύθυνση. Αυτές οι δυνάμεις είναι το ΜΑΑ, και άλλες εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις. Επίσης τέτοιες δυνάμεις βρίσκονται και γεννούνται εντός του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, και οφείλονται είτε στη δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην περιχαράκωση του ΚΚΕ που αντιμετωπίζει και μια συνολική κρίση στρατηγικής. Είναι κρίσιμη η προβολή αυτοτελώς σε πολιτικό επίπεδο και σε κοινωνικούς χώρους, του μεταβατικού προγράμματος και της κατεύθυνσης ρήξης με την Ε.Ε.. Το στοίχημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να μπορέσει να αναπτύξει την πολιτική στρατηγική του αριστερού κοινωνικού μετώπου με ένα διττό τρόπο.
Αφενός να υποβάλει πρόταση σε όλες τις δυνάμεις που ενστερνίζονται την αναγκαία αντιμνημονιακή, αντι-ΟΝΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση για την συγκρότηση μίας κεντρικής πολιτικής πρωτοβουλίας-μετώπου που να προβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα στις λαϊκές μάζες και με κεντρική πτυχή την έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε. Ιδιαίτερα στην εποχή της έντασης της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής σάρωσης, η διαμόρφωση ενός ευρέος αριστερού κοινωνικού μετώπου για την ανατροπή αποτελεί αναγκαίο μονόδρομο για τον κόσμο της εργασίας και προστασίας του λαϊκού εισοδήματος. Ενός μετώπου που θα συγκροτείται στη βάση της αποδέσμευσης από τις αυταπάτες της συνδιαχείρισης και της βελτίωσης των όρων υπαγωγής στις επιλογές της αστικής τάξης, της εξόδου από τη ζώνη του € και την Ε.Ε, της πλήρους διαγραφής του χρέους χωρίς υποσημειώσεις, της εθνικοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα και κομβικών επιχειρήσεων, των μέτρων διασφάλισης του λαϊκού εισοδήματος. Αφετέρου, σε κοινωνικό επίπεδο, πρέπει να προσπαθήσει να οργανώσει μια κοινωνική συμμαχία υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης με στόχο τη συγκρότηση ενός πλατιού αντι-μνημονιακού μετώπου αντίστασης και ανατροπής των μέτρων.
Μια τέτοια πολιτική επιλογή από μεριάς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαία λόγω:
1)της κατάρρευσης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας,
2)της ευρύτερης αποδιοργάνωση των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης εξ αιτίας της αποδιάρθρωσης αστικών πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών,
3)την τροποποίηση του ιδεολογικού συσχετισμού και
4)την συμπίεση των δυνάμεων της εργασίας.
Το εγχείρημα θα συναντήσει πολλές δυσκολίες στην υλοποίηση του. Είναι σαφές ότι η υλοποίηση μια τέτοιας πολιτικής κατεύθυνσης θα πρέπει να γίνει αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος και τη διολίσθηση σε γραμμές απομόνωσης και σεκταρισμού. Κύριο στοιχείο της τακτικής του ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη συγκυρία πρέπει να αποτελέσει η οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών στη βάση για τα μέτωπα που ανοίγει η κυβέρνηση (απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, χαράτσια, διάλυση επαγγελμάτων κ.α.) με εκείνο το κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που εκπροσωπείται από τις καθεστωτικές αριστερές ηγεσίες. Στόχος του επόμενου χρονικού διαστήματος είναι η διαμόρφωση ευρύτερων κοινωνικών συσπειρώσεων που να έχουν τη δυνατότητα συντονισμού και ανάπτυξης κινηματικών πρακτικών.

      ΓΙΑ ΤΗ ΚΟΜΒΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ €
Το ζήτημα του € αποτέλεσε το κομβικό πολιτικό ζήτημα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Παρά την σημαντική οριοθέτηση των τμημάτων της αριστεράς που έβαζαν με καθαρό τρόπο τη ρήξη με τη στρατηγική της ΕΕ και την έξοδο από την ευρωζώνη, έχει ανοίξει εντός της αριστεράς (και όχι μόνο) μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της αντί-€ επιχειρηματολογίας. Στην πραγματικότητα υπάρχουν τρία διακηρυκτικά πολιτικά σχήματα που απορρέουν και από διαφορετικά πολιτικά-κοινωνικά σχέδια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στα πλαίσια της κυβερνητικής και διαχειριστικής διεξόδου από τη κρίση, υιοθετεί τη στάση «καμιά θυσία για το ευρώ» (αναιρώντας τη διακηρυκτική προεκλογική θέση) αξιοποιώντας το εν λόγω σχήμα ως το πεδίο «υλικής» συνεννόησης και συμβιβασμού μερίδων του κεφαλαίου με τις δυνάμεις της εργασίας υπό το πρίσμα της διαμόρφωσης ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα οδηγήσει σε μια νέα σοσιαλδημοκρατία.
Το ΚΚΕ εξακολουθεί να αποτυπώνει τη θέση «τι ευρώ, τι δραχμή πάλι ο λαός θα πληρώσει τη κρίση» αποφεύγοντας να διατυπώσει καθαρά μια θέση ρήξης με την ευρωζώνη. Δύο είναι οι λόγοι που υπονομεύεται και υποβαθμίζεται η σημασία του € στο λόγο του ΚΚΕ. Α) Θεωρήθηκε ως μια ενδεδειγμένη γραμμή για τη σύγκλιση με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ διερχόταν μια μεγάλη πολιτική κρίση για να διαμορφωθούν όροι αποδέσμευσης από αυτόν, όμως ακολουθώντας μια πολιτική στρατηγική απομόνωσης και αντίδρασης στις κινητοποιήσεις (πλατείες, λαϊκές συνελεύσεις) δε κατάφερε να μετατοπίσει δυνάμεις που την περίοδο εκείνη θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει κατεύθυνση και Β) ακολουθώντας την παραδοσιακή ηττοπαθή λογική του ενέταξε τη θέση για έξοδο από την ευρωζώνη ως μια πτυχή του σοσιαλιστικού προγράμματος, μεταθέτοντας την ανακούφιση των λαϊκών μαζών από τα μνημόνια στο ασαφές μέλλον της «λαϊκής εξουσίας».
Από την άλλη μεριά υπάρχει η τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και άλλων τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς όπου το ζήτημα το € αναδεικνύεται ως κυρίαρχο λόγω της εκτίμησης ότι το € αποτελεί για την Ελλάδα τον ειδικό τρόπο σύνδεσής της με τη διαδικασία μείωσης του μεριδίου της εργασίας στο παραγόμενο κοινωνικό προϊόν εντός του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Για τις δυνάμεις του ΑΝΤΑΡΣΥΑ η ανάδειξη της κομβικότητας του ζητήματος του € ορθώς έχει αποτυπωθεί στα πλαίσια του μεταβατικού προγράμματος των πέντε σημείων.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κομβικότητα του ζητήματος εξόδου από το € αξιοποιήθηκε εργαλειακά σε μια λογική χάραξης διαχωριστικών γραμμών μέσα στην Αριστερά. Σε όλη την προηγούμενη περίοδο το ζήτημα του € χρησιμοποιήθηκε ως το στεγανό για να εμποδιστούν ευρύτερες συγκλίσεις στα κοινωνικά μέτωπα. Η λογική ότι δεν μπορούμε να αντιπαρατεθούμε από κοινού με άλλες δυνάμεις σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους ή και μέτωπα στη συγκυρία αν οι άλλες δυνάμεις δε συμφωνούν στη θέση εξόδου από την ευρωζώνη είναι λανθασμένη. Χρειάζεται ένας πιο γειωμένος λόγος για την ανάδειξη των πολιτικών της Ε.Ε. και κυρίως της επιλογής των κυρίαρχων αστικών τάξεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα για την επιβολή των μνημονίων.
Είναι κρίσιμο να ξεκαθαριστεί ότι η επιλογή του ζητήματος του € ως κύριο σημείο αντιπαράθεσης με τον συνασπισμό εξουσίας οριοθετεί και την επιλογή της διεξόδου από τη κρίση και τη κοινωνική καταστροφή που συντελείται στην Ελλάδα τη τελευταία τριετία. Το € δεν είναι απλά ένα νόμισμα, είναι η αποκρυστάλλωση της παγίωσης του νεοφιλελευθερισμού ως καθεστώς συσσώρευσης, όπου μέσω του μηχανισμού της ΟΝΕ εμπεδώνεται και αναπαράγεται η κοινωνική ισχύς του συνασπισμού εξουσίας και των συμφερόντων που αυτός εκπροσωπεί.
Είναι η αποτύπωση της ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου μέσα από το ισχυρά σταθερό νόμισμα που διευκολύνει τις κινήσεις κεφαλαίου και διαμορφώνει όρους για συγκεκριμένες επιλογές προσαρμογής (π.χ. εσωτερική υποτίμηση) , με τέτοιο τρόπο ώστε να συνέχει όλες τις μερίδες του κεφαλαίου υπό την ηγεμονία του, ακριβώς γιατί επιβάλει την άρση των συμβιβασμών της προηγούμενου χρονικού διαστήματος με τις κυριαρχούμενες τάξεις. Επιπλέον, όλα τα νέα πεδία κερδοφορίας και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (δημόσιες υπηρεσίες, υγεία κ.α.) και η εμβάθυνση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ήταν αποτέλεσμα της άρσης αυτών των συμβιβασμών. Εξάλλου αυτή η στρατηγική ανέδειξε νέα μικροαστικά στρώματα που αποτέλεσαν και πυλώνες του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού. Εν τέλει παρά τις αντιφάσεις και τις οξύνσεις που παράγει η κρίση το € παραμένει η αντανάκλαση της επιτυχίας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και εξακολουθεί να παίζει το ρόλο του συλλογικού οργανωτή των συμφερόντων της αστικής τάξης και των πολιτικών σχηματισμών που τα εκπροσωπούν. Προφανώς το € επιτελεί και άλλες λειτουργίες όπως την εμβάθυνση της ένταξης των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αξιοποιώντας το δημόσιο χρέος ως σημείο ισορροπίας και καταναγκασμού μεταξύ των παραγωγικών χωρών και των χωρών της περιφέρειας της ΕΕ.
'Όλο αυτό το πλαίσιο οδήγησε σε σημαντικές νίκες τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η ελληνική αστική τάξη προφανώς είναι απόλυτα συνυφασμένη με αυτή τη στρατηγική. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υφίστανται μερίδες του κεφαλαίου που να μπορούν να εισαχθούν με όρους ανταγωνισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας χωρίς την ύπαρξη μηχανισμών όπως ο ΠΟΕ και το ΔΝΤ, που επιβάλλονται από την ηγεμονία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Συνεπώς κάθε σχέδιο ταξικής συμμαχίας δεν μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και απλά εντείνει τις αυταπάτες πως είναι δυνατή η έξοδος από τη κρίση με όρους ΕΕ και €.
Όπως φαίνεται στη συγκεκριμένη συγκυρία της πάλης των τάξεων διαμορφώνονται δύο κυρίαρχα ενδεχόμενα για την έξοδο από την ευρωζώνη. Η έξοδος από την ΕΕ και το € θα γίνει μέσα από τη συντριβή της ελληνικής αστικής τάξης και των συμμάχων της (ή τουλάχιστον μέσα από μια συμμαχία που θα αμφισβητεί με υλικούς όρους την ηγεμονία της), είτε θα γίνει με καπιταλιστικούς όρους ανάσχεσης της υποβάθμισης του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που θα καταλήξει σε ακόμα μεγαλύτερη επίθεση στα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων.
Για την αντικαπιταλιστική αριστερά η απάντηση είναι η συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας στα πλαίσια του αριστερού μετώπου ρήξης και ανατροπής υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης που θα έχει στο επίκεντρο το απαραίτητο πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής διεξόδου από τη κρίση: διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη/ρήξη-σύγκρουση με την ΕΕ, εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, απαγόρευση εξαγωγής κεφαλαίων, προστασία κρατικής περιουσίας, φορολόγηση του κεφαλαίου, προσανατολισμός της οικονομία στην εξυπηρέτηση λαϊκών αναγκών με αύξηση των κοινωνικών δαπανών και μείωση της παρασιτικής κατανάλωσης. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο μέσα από πολιτικούς εκβιασμούς και εξαναγκασμό της αστικής τάξης σε ήττα.

Αριστερή Συσπείρωση
26/10/2012